- χαμπαρίζω
- 1. παίρνω χαμπάρι, παίρνω είδηση.2. καταλαβαίνω, κατανοώ: Κάτι χαμπαρίζω και εγώ από αυτοκίνητα.3. λογαριάζω, υπολογίζω: Δε χαμπαρίζει κανέναν αυτός ο άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.