χαμπαρίζω

χαμπαρίζω
1. παίρνω χαμπάρι, παίρνω είδηση.
2. καταλαβαίνω, κατανοώ: Κάτι χαμπαρίζω και εγώ από αυτοκίνητα.
3. λογαριάζω, υπολογίζω: Δε χαμπαρίζει κανέναν αυτός ο άνθρωπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαμπαρίζω — χαμπαρίζω, χαμπάρισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. χαμπαριάζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαμπαρίζω — και χαμπαριάζω Ν [χαμπάρι] 1. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι, οσφραίνομαι 2. είμαι γνώστης ενός αντικειμένου («τί χαμπαρίζει αυτός από αγγλικά;») 3. καταλαβαίνω («από όσα μού λες, δεν χαμπαρίζω τίποτε») 4. λαμβάνω ὑπ όψιν μου, υπολογίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”